210 likes | 216 Views
2 nd aorist. ch11, grk102. Principal Parts. λαμβάνω ( quized ). γίγνομαι (not quizzed). λαλῶμεν ἑλληνιστί . ποῦ ἐγένου;. ποῦ ἐγένου;. ποδαπὴ / ποδαπὸς εἶ;. ῥωμαῖός, -ή εἰμι ἀμερικανός ἀπὸ τῆς _ ___ ______ πόλεως ἄγγλος γερμανός ἰταλός γάλλος. ἐν τῇ Ῥώμῃ ἐν τῇ ἀμερικῇ
E N D
2nd aorist ch11, grk102
Principal Parts • λαμβάνω (quized) • γίγνομαι (not quizzed)
λαλῶμεν ἑλληνιστί. ποῦ ἐγένου; ποῦ ἐγένου; ποδαπὴ / ποδαπὸς εἶ; ῥωμαῖός, -ήεἰμι ἀμερικανός ἀπὸ τῆς __________ πόλεως ἄγγλος γερμανός ἰταλός γάλλος • ἐν τῇ Ῥώμῃ • ἐν τῇ ἀμερικῇ • ἐν τῇ ______________ πόλει Binghamton Binghamton
λαλῶμεν ἑλληνιστί. τήμερον, αὔριον, χθές ἀπο-θνῄσκω (die) • ______________ (pres. system) • ______________ (fut act, mid) • ______________ (aorist act, mid) εἰσάγω (lead in) • ______________ • ______________ • ______________ λείπω (leave [behind], trans.) • ______________ • ______________ • ______________ μανθάνω (learn/study) • ______________ • ______________ • ______________ πάσχω (suffer) • ______________ • ______________ • ______________
Tense and its Components Time and Aspect
Aorist Tense: Time (varies!) • Indic = • Past • ἔλαβον “I took” • Imperat = • Present • λαβέ “take!” • Infmostly = • Timeless/quasi-present • λαβεῖν βούλομαι “I want to take” • PTC = • Prior timeortimeless • λαβών “having taken” / “taking”
Aoristic Tense: Aspect = Simple (bounded) Occurrence • Indicative ἔλαβον • “I took,” not • “Was taking” • “Tried to take” • “Began to take” • Imperative λαβέ • “Take!” • Not “Be taking!” • Infinitive λαβεῖν • “To take” • Not “to be taking” • PTC λαβών, λαβοῦσα, λαβόν • “Taking” / “having taken”
λαλῶμεν ἑλληνιστί. τί πράττεις; • καλῶς • εὖ • εὐτυχῶς • κάλλιστα • μακαρίως • εὐδαιμόνως • πάντ’ ἀγαθά • πολλὰ καὶ ἀγαθὰ πράττω • κακῶς • φλαύρως • ταπεινῶς οἶδα / οὐκ οἶδα χάριν οἶδα / χάριν ἔχω ἐπαινῶ καλὴ κἀγαθή / καλὸς κἀγαθός καλογαγθία
λαλῶμεν ἑλληνιστί. ποῦ ἐγένου; ποῦ ἐγένου; ποδαπὴ / ποδαπὸς εἶ; ῥωμαῖός, -ήεἰμι ἀμερικανός ἀπὸ τῆς __________ πόλεως ἄγγλος γερμανός ἰταλός γάλλος • ἐν τῇ Ῥώμῃ • ἐν τῇ ἀμερικῇ • ἐν τῇ ______________ πόλει Binghamton Binghamton
Quiz Quotation Φιλέλλην δὲ γενόμενος ὁ Ἄμασις ἄλλα τε ἐς Ἑλλήνων μετεξετέρους ἀπεδέξατο καὶ δὴ καὶ τοῖσι ἀπικνεομένοισι ἐς Αἴγυπτον ἔδωκε Ναύκρατιν πόλιν ἐνοικῆσαι.
Some vocab. … • apoikia, “colony” • metropolis, “mother city” • emporion, “market” • outside town • overseas trading post • Al Mina • Gravisca (Italy) • Naukratis
Naukratis, Pandemos Dedications [AFRODI]THI PANDHMWI
Isis-like figure holding child. Temple of Aphrodite, Naukratis (500s BCE?) “Orientalizing” Corinthian (not Naukratis) Olpe, ca. 600 BCE
λαλῶμεν ἑλληνιστί. ῥήματα • αἱρέω (take) • _________ (present) • _________(future) • _________(aorist) • ἔρχομαι (go) • _________ • _________ • _________ • λέγω (say) • _________ • _________ • _________ • ὁράω(see) • _________ • _________ • _________ • φέρω (bear, carry) • _________ • _________ • _________ αἱρέω ὁράω αἱρήσω ὄψομαι εἷλον εἶδον φέρω ἔρχομαι οἴσω εἶμι ἤνεγκον ἦλθον λέγω λέξω εἶπον